- καλυπτειρα
- καλύπτειραἥ покрывало
(προσώπου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(προσώπου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καλύπτειρα — καλύπτειρα, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. τού καλυπτήρ) καλύπτρα, κάλυμμα τού κεφαλιού ή τού προσώπου … Dictionary of Greek
καλύπτειραν — καλύπτειρα veil fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)